ἔτυχ'

ἔτυχ'
ἔτυχε , τυγχάνω
happen to be at
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β …   Dictionary of Greek

  • συντύχημα — τὸ, Α συντυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντυχ τού αορ. συν έτυχ ον τού συντυγχάνω + κατάλ. ημα (< ρ. σε ῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”